ἕρπον

ἕρπον
ἕρπω
serpo)
pres part act masc voc sg
ἕρπω
serpo)
pres part act neut nom/voc/acc sg
ἕρπω
serpo)
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἕρπω
serpo)
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… …   Dictionary of Greek

  • τριφύλλι — Oνομασία πολλών ειδών φυτών (τριφύλλιον το λειμώνιο, τ. το κοινό, τ. το έρπον, τ. το σαρκόχρωμο, τ. το ορεινό, τ. το αλπικό κ.ά.) της οικογένειας (ή υποοικογένειας) των ψυχανθών ή παπιλιονιδών, της τάξης (ή οικογένειας) των χεδρωπών ή… …   Dictionary of Greek

  • γάλιο — (galium). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών. Φυτρώνει σε όλες τις ηπείρους εκτός της Αυστραλίας και ανήκει στην οικογένεια των ρουβιιδών. Έχει λεπτό και έρπον ρίζωμα, τετραγωνικό και τριχωτό βλαστό, και φύλλα λογχοειδή ή γραμμοειδή κατά σπονδύλους …   Dictionary of Greek

  • κύπερος — (Cyperus). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των κυπεριδών, στο οποίο κατατάσσεται και ο πάπυρος (Cyperus papyrus). Το γένος περιλαμβάνει περίπου 700 είδη ριζωματωδών ποωδών φυτών, με παγκόσμια εξάπλωση, εκτός από τις πολύ ψυχρές… …   Dictionary of Greek

  • πάρις — ο βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λιλιώδη, οικογένεια λιλιίδες ή λειριίδες και περιλαμβάνει πολυετή ποώδη φυτά με έρπον ρίζωμα που είναι ιθαγενή τής Ευρώπης και τής εύκρατης Ασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (herb) paris …   Dictionary of Greek

  • πολυπώγων — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη και περιλαμβάνει 10 είδη ποωδών φυτών με έρπον ρίζωμα, τα οποία φύονται σε υγρά αμμώδη εδάφη …   Dictionary of Greek

  • σποροβόλος — ο, Ν βοτ. γένος μονοκότυλων φυτών με έρπον ρίζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporobolus (< σπόρος + βόλος < βάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • αγρόπυρο — (agropyron). Φυτό, του οποίου οι ρίζες χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική. Υπάρχουν 60 είδη α., από τα οποία 10 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Από αυτά το συνηθέστερο είναι το γνωστό με την επιστημονική ονομασία α. το έρπον.Ένα άλλο είδος, το α.… …   Dictionary of Greek

  • αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ …   Dictionary of Greek

  • άμωμο — (amomum).Γένος πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ζιγκιβεριδών, ιθαγενών των θερμών χωρών της Ασίας και της Αφρικής. Χαρακτηρίζονται από μακρύ, έρπον ρίζωμα, από το οποίο ορθώνονται πυκνοί βλαστοί με στενά, γραμμοειδή ή λογχοειδή φύλλα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”